- πάνεφθος
- πάνεφθοςquite boiledmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάνεφθος — ον, Α 1. ο πάρα πολύ βρασμένος ή ψημένος 2. (για μέταλλα) πάρα πολύ καθαρισμένος, απαλλαγμένος από κάθε ξένη πρόσμιξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἑ φθός «βρασμένος, ψημένος, καθαρός» (για μέταλλα)] … Dictionary of Greek
πανέφθου — πάνεφθος quite boiled masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)